αδικοθανατίζω

αδικοθανατίζω
-ισα, και αδικοθανατώ -ησα, αδικοθανατισμένος, πεθαίνω άδικα, με βρίσκει άδικος θάνατος: Στην τουρκοκρατία πολλοί ήταν εκείνοι που αδικοθανάτισαν στην Ελλάδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αδικοθανατίζω — [αδικοθάνατος] 1. αδικοθανατεύω* 2. καταριέμαι κάποιον να πεθάνει άδικα ή προκαλώ σ’ αυτόν άδικο θάνατο …   Dictionary of Greek

  • αδικοθάνατος — η, ο 1. αυτός που πέθανε άδικα, δηλ. βίαια ή πρόωρα 2. (για κατάρα) ο άξιος να πεθάνει άδικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδικο * + θάνατος. ΠΑΡ. αδικοθανατίζω] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”