- αδικοθανατίζω
- -ισα, και αδικοθανατώ -ησα, αδικοθανατισμένος, πεθαίνω άδικα, με βρίσκει άδικος θάνατος: Στην τουρκοκρατία πολλοί ήταν εκείνοι που αδικοθανάτισαν στην Ελλάδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.